νήχομαι — νήχω swim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερονηχής — ἀερονηχής, ές (Α) αυτός που «κολυμπά», που πετά στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + νήχομαι] … Dictionary of Greek
ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
εννήχομαι — ἐννήχομαι (Α) [νήχομαι] κολυμπώ ή πλέω μέσα σε κάτι το ενεργ. εννήχω μτγν. και μόν. στον Γαλην., με την ίδια σημασία … Dictionary of Greek
επινήχομαι — ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι) 1. κολυμπώ στην επιφάνεια 2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια 3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς») αρχ. 1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
κατανήχομαι — (Α) κολυμπώ κατά τη διεύθυνση τού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… … Dictionary of Greek
νηχαλέος — νηχαλέος, α, ον (Α) αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, νηφ αλέος)] … Dictionary of Greek
νηχείον — νηχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου κολυμπούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + κατάλ. εῖον] … Dictionary of Greek
παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek